ὀστρακόδερμα

ὀστρακόδερμα
ὀστρακόδερμος
with a shell like a potsherd
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οστρακόδερμα — Σπονδυλωτά εξαφανισμένα σήμερα, που ανήκαν στην ομάδα των θωρακισμένων ψαριών. Είχαν σώμα ατρακτοειδές ή επίπεδο όπως οι ρίνες, επενδεδυμένο στο μπροστινό μέρος με άκαμπτα πλακίδια που αποτελούσαν ένα είδος θώρακα. Δεν είχαν γνάθους και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Histoire des animaux (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Histoire des animaux. L’Histoire des Animaux (Grec ancien Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι ; Latin Historia Animalium) est un ouvrage zoologique écrit en langue grecque vers 343 av. J. C. par Aristote. Le traité d… …   Wikipédia en Français

  • άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… …   Dictionary of Greek

  • επίπτυγμα — ἐπίπτυγμα, τὸ (Α) [επιπτύσσω] 1. μεμβράνη που καλύπτει οπή τής επιφάνειας τού δέρματος, και ιδίως στα οστρακόδερμα 2. στον πληθ. ἐπιπτύγματα τα βράγχια, τα σπάραχνα τών ψαριών …   Dictionary of Greek

  • θαλασσινός — ή, ό (Μ θαλασσινός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός ο ναυτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”